- μαγέρικο
- τολαϊκό εστιατόριο, το μαγειρείο: Το μαγέρικο στη γωνία φημίζεται για την καθαριότητά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγέρικο — το λαϊκό εστιατόριο, μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγερας + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβης: μανάβικο)] … Dictionary of Greek
magher — MÁGHER s. v. bucătar. Trimis de siveco, 25.10.2008. Sursa: Sinonime maghér (maghéri), s.m. – Bucătar la o mănăstire. ngr. μάγειρος, parţial prin intermediul sl. magerŭ (Tiktin). sec. XVII, împrumut cult, înv. – Der. magherniţă, s.f. ( … Dicționar Român
μαγειρειό — μαγειρειό, το και μαγειρείο, το 1. οχώρος όπου μαγειρεύονται τα φαγητά, η κουζίνα: Δουλεύει στο μαγειρείο ενός νοσοκομείου. 2. λαϊκό εστιατόριο, το μαγέρικο: Άνοιξε ένα φτηνό μαγειρείο κοντά στο πανεπιστήμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)